ξεκινώ

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

-άω
1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...»)
2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-κινῶ (αόρ. ἐξ-εκίνησα), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-)].