ξεβίδωμα
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα της βίδας
2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση
3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα.