Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
και ξεκουτιάζω
1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω
2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη»)
3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + κουτιαίνω (< κοντός)].