ξεσπιτώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του
2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω
3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι- αλλάζω τόπο κατοικίας
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσπιτωμένος, -η, -ο
α) αυτός που διώχθηκε από το σπίτι ή από την πατρίδα του
β) αυτός που έχει στερηθεί την οικογένεια του λόγω θανάτου ή εγκατάλειψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σπίτι].