ξεσπιτώνω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του
2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω
3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι- αλλάζω τόπο κατοικίας
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσπιτωμένος, -η, -ο
α) αυτός που διώχθηκε από το σπίτι ή από την πατρίδα του
β) αυτός που έχει στερηθεί την οικογένεια του λόγω θανάτου ή εγκατάλειψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σπίτι].