ξεσπιτώνω
From LSJ
Greek Monolingual
1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του
2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω
3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι- αλλάζω τόπο κατοικίας
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσπιτωμένος, -η, -ο
α) αυτός που διώχθηκε από το σπίτι ή από την πατρίδα του
β) αυτός που έχει στερηθεί την οικογένεια του λόγω θανάτου ή εγκατάλειψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σπίτι].