ξερικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό ξερός
1. (για γεωργική έκταση) αυτός που δεν αρδεύεται απευθείας από πηγαία νερά
2. (για φυτά και γεωργικά προϊόντα) αυτός που αναπτύσσεται χωρίς να ποτίζεται, που δεν χρειάζεται πότισμα, σε αντιδιαστολή με τον ποτιστικό («ξερικά φασόλια»).