ξερικός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ξερός
1. (για γεωργική έκταση) αυτός που δεν αρδεύεται απευθείας από πηγαία νερά
2. (για φυτά και γεωργικά προϊόντα) αυτός που αναπτύσσεται χωρίς να ποτίζεται, που δεν χρειάζεται πότισμα, σε αντιδιαστολή με τον ποτιστικό («ξερικά φασόλια»).