ξηρόφορτον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό,
A weight of a cargo of fruit after drying, OGI629.164 (Palmyra, ii A.D.).
Greek Monolingual
ξηρόφορτον, τὸ (Α)
φορτίο ξηρών καρπών, δηλ. δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φόρτος.