τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο»)
2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο
3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια
4. παθ. ξεχύνομαι
ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα (βλ. λ. ξε-), αόρ. του ἐκχύνω / ἐκχέω.