ξινός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ
2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί αλλοίωση και έχει αρχίσει να ξινίζει
3. (για φρούτα) άγουρος, στυφός
4. το ουδ. ως ουσ. το ξινό
το κιτρικό οξύ
5. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) τα ξινά
τα εσπεριδοειδή
6. φρ. α) «μού βγήκε ξινό» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην αρχή είναι ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες
β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — είναι επιρρεπής στις ερωτικές απολαύσεις
7. παροιμ. «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες πλέον καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀξινος < αρχ. ὄξινος < ὄξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο-].