ξοανογλύφος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

German (Pape)

[Seite 280] Bilder schnitzend, der Bilderschnitzer, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ξοᾰνογλύφος: ὁ, γλύπτης ξοάνων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

ξοανογλύφος, ὁ (Μ)
γλύπτης ξοάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + -γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο-γλύφος].