ξυλοκασία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ, an inferior kind of
A cassia, Gal.19.738, Edict.Diocl. 32.53, Aët.16.130.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκασία: ἡ, κατώτερον εἶδος κασίας, Φιλοστόργ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, σ. 489, 19.
Greek Monolingual
ξυλοκασ(σ)ία, ἡ (ΑΜ)
κατώτερο είδος του φυτού κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κασ(σ)ία «είδος φυτού»].