ξύσιλος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξύσῐλος Medium diacritics: ξύσιλος Low diacritics: ξύσιλος Capitals: ΞΥΣΙΛΟΣ
Transliteration A: xýsilos Transliteration B: xysilos Transliteration C: ksysilos Beta Code: cu/silos

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A shaven, smooth, Sophr.55.

German (Pape)

[Seite 283] schabig, Sophron bei E. M. 737, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξύσιλος: -ον, ἐξυρημένος, λεῖος, Σώφρων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 737. 3.

Greek Monolingual

ξύσιλος, -ον (ΑΜ)
1. ξυρισμένος, λείος
2. (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός
3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού ξύω, πρβλ. αόρ. -ξυσ-α].