ξύσιλος
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A shaven, smooth, Sophr.55.
German (Pape)
[Seite 283] schabig, Sophron bei E. M. 737, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξύσιλος: -ον, ἐξυρημένος, λεῖος, Σώφρων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 737. 3.
Greek Monolingual
ξύσιλος, -ον (ΑΜ)
1. ξυρισμένος, λείος
2. (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός
3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού ξύω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α].