ξιφομάχος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ο
1. μαχητής ή αθλητής που χρησιμοποιεί ως όπλο το ξίφος
2. επιδέξιος χειριστής του ξίφους
3. δάσκαλος της ξιφομαχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].