ξιφομάχος
From LSJ
ο
1. μαχητής ή αθλητής που χρησιμοποιεί ως όπλο το ξίφος
2. επιδέξιος χειριστής του ξίφους
3. δάσκαλος της ξιφομαχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].