Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδόβαινος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος θαλάσσιων θηλαστικών που μοιάζουν με φώκιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odobenus < ὀδούς «δόντι» + βαίνω. Τα θηλαστικά αυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή χρησιμοποιούν τα δόντια τους για τη μετακίνηση τους].