Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
οἴδαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πήδ-αξ)].