Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
οἴδαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πήδαξ)].