ὀγκόφωνος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκόφωνος Medium diacritics: ὀγκόφωνος Low diacritics: ογκόφωνος Capitals: ΟΓΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: onkóphōnos Transliteration B: onkophōnos Transliteration C: ogkofonos Beta Code: o)gko/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.

Greek Monolingual

ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος].