οἰηματίας
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A self-conceited person, Ptol. Tetr.162, Hsch. s.v. δοκησίσοφος, Suid.
German (Pape)
[Seite 298] ὁ, der eine große Meinung von sich hat, ἐπῃρμένος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
οἰημᾰτίας: -ου, ὁ, ἄνθρωπος ὑψηλὴν περὶ ἑαυτοῦ ἔχων ἰδέαν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. δοκησίσοφος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οἰηματίας)
αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, -ατoς + κατάλ. -ίας (πρβλ. εισοδηματ- ίας)].