Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οίκοι

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) , , τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].