καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Full diacritics: οἰνοδόχος | Medium diacritics: οἰνοδόχος | Low diacritics: οινοδόχος | Capitals: ΟΙΝΟΔΟΧΟΣ |
Transliteration A: oinodóchos | Transliteration B: oinodochos | Transliteration C: oinodochos | Beta Code: oi)nodo/xos |
ον,
A containing wine, ibid.,EM247.2 : as Subst., cupbearer, LXXTo.1.22(v.l.).
οἰνοδόχος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει κρασί
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόχος
οινοχόος, κεραστής (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος].