οίμοι

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι)
(επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονοοἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ και τη δοτ. μοι του α' προσ. της προσωπικής αντων. (βλ. και οίκτος, οιζύς)].