οίμοι
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
(ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι)
(επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ και τη δοτ. μοι του α' προσ. της προσωπικής αντων. (βλ. και οίκτος, οιζύς)].