οίμοι
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek Monolingual
(ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι)
(επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ και τη δοτ. μοι του α' προσ. της προσωπικής αντων. (βλ. και οίκτος, οιζύς)].