αλίμονο

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του
β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση
γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο
εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή επιβεβαίωση («αλίμονό μου», «αλίμονο σε σένα», «αλίμονο τί έπαθα», «αλίμονο που θα μείνει μόνος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίας
κατά μία άποψη η λ. προήλθε από το ευαγγελικό επιφώνημα ἠλὶ ἠλὶ (τα τελευταία λόγια του Χριστού πάνω στον Σταυρό) και το επιφώνημα που προτάσσεται (βλ. και αλί). Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική φράση ἀλλοἴμοι (πρβλ. και γραφή αλλοίμονο). Τέλος, κατά τον Φιλήντα, το επιφώνημα αλίμονο προήλθε από την επιφωνηματική φράση αλί (σε) μένα > αλίμενα > αλίμενο > αλίμονο].