οινοπωλείο
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
Greek Monolingual
το (Α οἰνοπωλεῑον και οἰνοπώλιον) οινοπώλης
κατάστημα πώλησης οίνου, ταβέρνα, καπηλειό.