οἰνοπώλιον
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπώλιον: τό, «οἰνοπωλεῖον», Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 356.
Greek Monolingual
οἰνοπώλιον, τὸ (Α) βλ. οινοπωλείο.