οικογενειάρχης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. ο αρχηγός της οικογένειας, ιδίως ο πατέρας
2. αυτός που έχει οικογένεια («οικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].