οικογενειάρχης

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο αρχηγός της οικογένειας, ιδίως ο πατέρας
2. αυτός που έχει οικογένειαοικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].