οκτάωρος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

και οχτάωρος, -η, -ο
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωρο
το χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].