Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέ-της)].