ὀκταετία
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀκταετηρίς, Theo Sm.p.173 H., Procl.Par.Ptol.285 ; but ὀκτωετία in Ptol.Tetr.205.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, = ὀκταετηρίς, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταετία: ἡ, ὀκταετηρίς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 285.
Greek Monolingual
και οχταετία, η (Α ὀκταετία και ὀκτωετία) οκταετής
περίοδος οκτώ ετών, χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αλλ. οκταετηρίδα.