ὀλιγόλογος
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
German (Pape)
[Seite 320] wenig sprechend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόλογος: -ον, ὁ ὀλίγα λαλῶν, Ἰω. Μαυρωπ. ἐν Συλλογῇ Ἀπόσπ. Ἀνεκδ. Ἑλλ. Μουστοξ. 2, σ. 5, κλ. - Ἀλλ’ ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι ὀλιγολόγος, πρβλ. βραχυλόγος, μακρολόγος, μικρολόγος, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)
βλ. λιγόλογος.