ολόξερος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
και ολόξηρος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόξηρος, -ον)
εντελώς ξερός, κατάξερος
νεοελλ.
(για τόπο) αυτός που δεν έχει καθόλου υγρασία ή πράσινο.