ολοταχής

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που κινείται με όλη την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει.
επίρρ...
ολοταχώς
1. με όλη τη δυνατή ταχύτητα, πολύ γρήγορα
2. ναυτικό παράγγελμα για να δοθεί στο πλοίο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο-ταχής. Η λ. στο επίρρ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].