ὁμοιόφλοιος
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
ον,
A with like bark, Thphr. CP1.6.2,4 (v.l. ὁμόφλ- in 4).
German (Pape)
[Seite 336] von ähnlicher Rinde, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ὅμοιον φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 2.
Greek Monolingual
ὁμοιόφλοιος και, δ. γρφ., ὁμόφλοιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + φλοιός.