ομοπάτωρ
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
Greek Monolingual
ὁμοπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μεγιστο-πάτωρ.