ὁμοπάτωρ
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, = ὁμοπάτριος, Pl. Lg. 924e, Is. 11.1.
German (Pape)
[Seite 338] ορος, = ὁμοπάτριος; ἀδελφός, Plat. Legg. XI, 924 e; Isae. 7, 19.
Greek Monolingual
ὁμοπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μεγιστοπάτωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοπάτωρ: ορος adj. m Plat. = ὁμοπάτριος.