ὀνοκάρδιον

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκάρδιον Medium diacritics: ὀνοκάρδιον Low diacritics: ονοκάρδιον Capitals: ΟΝΟΚΑΡΔΙΟΝ
Transliteration A: onokárdion Transliteration B: onokardion Transliteration C: onokardion Beta Code: o)noka/rdion

English (LSJ)

τό,

   A = δίψακος 11, Ps.-Dsc.3.11.    2 = χαμαιλέων 11, Apul.Herb.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκάρδιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ δίψακος, Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις λίθος, Ψελλ.

Greek Monolingual

ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος πολύτιμου λίθου
αρχ.
1. το φυτό δίψακος
2. το φυτό χαμαιλέοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)].