ὀξύφυλλος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφυλλος Medium diacritics: ὀξύφυλλος Low diacritics: οξύφυλλος Capitals: ΟΞΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: oxýphyllos Transliteration B: oxyphyllos Transliteration C: oksyfyllos Beta Code: o)cu/fullos

English (LSJ)

ον,

   A with pointed leaves, θρίδαξ Dsc.4.23.    II ὀξῠ-φυλλον, τό, = τρίφυλλον, Id.3.109, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 355] spitzblättrig, Diosc., τὸ ὀξύφυλλον, eine besondere Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξέα, εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, -ον)
αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό-φυλλος].