ὀπισθοπόρος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον,
A following, Nonn.D.27.255, etc.
German (Pape)
[Seite 358] hinterher gehend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοπόρος: -ον, ὁ ὄπισθεν πορευόμενος, Νόνν. Διον. 37. 255, κτλ.
Greek Monolingual
ὀπισθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζο-πόρος.