κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
ὀπισθοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυ-κέλευθος)].