ορθάμπελος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ὀρθάμπελος, ἡ (Α)
άμπελος που φύεται όρθια και δεν χρειάζεται υποστήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + ἄμπελος.
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ὀρθάμπελος, ἡ (Α)
άμπελος που φύεται όρθια και δεν χρειάζεται υποστήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + ἄμπελος.