ὀρεσίκοιτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

German (Pape)

[Seite 372] auf den Bergen sein Lager habend, auf den Bergen wohnend, bei Hesych. Erkl. von ὀρεσκῷος.

Greek Monolingual

ὀρεσίκοιτος, -ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α)
αυτός που κοιμάται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -κοίτος / -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρό-κοιτος, υλη-κοίτης].