ορμητικότητα

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, αυτόν δηλ. που ενεργεί ή κινείται με ταχύτητα ή με ένταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].