οροβάγχη

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη της Ευρώπης και της Ασίας, από τα οποία 22 απαντούν στην Ελλάδα και είναι σήμερα γνωστά με την κοινή ονομασία λύκος
μσν.-αρχ.
το παρασιτικό φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία επίθυμον το ευρωπαϊκόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + ἄγχω «φονεύω, πνίγω»].