οστρακίνδα
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
ὀστρακίνδα (Α)
επίρρ. παίζοντας με όστρακο, παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν ψηλά ένα όστρακο, δηλ. πήλινο θραύσμα αγγείου, βαμμένο με πίσσα από τη μία πλευρά και, ανάλογα με το ποια ήταν η επάνω επιφάνεια μετά την πτώση του, η αντίστοιχη ομάδα τών παικτών καταδίωκε την άλλη, αλλ. περιστροφή οστράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα). Η άποψη ότι ο τ. ὀστρακίνδα (< οστρακο-κίνδα) είναι σύνθ. από το ὄστρακον και το ρ. κινῶ δεν θεωρείται πιθανή].