ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
oὖρον, τὸ (Α)
1. το διάστημα στο οποίο εκτείνεται μια κίνηση, όριο, τέρμα
2. στον πληθ. τὰ οὖρα
τα όρια
3. φρ. «oὖρα μυάς» — το φυτό μολόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όρος (Ι)].