οχύρωση
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀχύρωσις) οχυρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οχυρώνω, η εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας μιας θέσης με τεχνικά έργα
νεοελλ.
το σύνολο τών τεχνικών έργων με τα οποία εξασφαλίζεται η αμυντική ικανότητα μιας θέσης ή περιοχής.