ὀψιπέδων

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐπέδων Medium diacritics: ὀψιπέδων Low diacritics: οψιπέδων Capitals: ΟΨΙΠΕΔΩΝ
Transliteration A: opsipédōn Transliteration B: opsipedōn Transliteration C: opsipedon Beta Code: o)yipe/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).

German (Pape)

[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».

Greek Monolingual

ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].