παγκάκιστος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ παγκάκιστος, -ον)
1. (κυρίως σε συναξάρια για τον διάβολο) γεμάτος κακία, μοχθηρός
2. προσωνυμία μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων του Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες του χριστιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κάκιστος].