παγκρατευτής

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτευτής Medium diacritics: παγκρατευτής Low diacritics: παγκρατευτής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pankrateutḗs Transliteration B: pankrateutēs Transliteration C: pagkrateftis Beta Code: pagkrateuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.

Greek Monolingual

παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].